Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σακουλιάζω {σακούλιασ... σαλέ [ουσ ουδ.]
σακούλιασμα [ουσ ουδ.] σάλεμα [ουσ ουδ.]
σακχαραιμία {χωρ. πληθ... σαλεύω {σάλε-ψα, ...
σακχαράση [θηλ.ουσ] σάλι {χωρ. γεν....
σακχαρικός [επίθ.] σάλιαγκας [ουσ αρσ ]
σακχαρίνη {σακχαρινώ... σαλιάζω {εύχρ. μόν...
σακχαρίτης [ουσ αρσ ] σαλιάρα {χωρ. γεν....
σακχαροειδές [ουσ ουδ.] σαλιάρης {σαλιάρηδε...
σακχαροειδής {σακχαροει... σαλιαρίζω {σαλιάρισα...
σακχαρόζη {χωρ. πληθ... σαλιάρισμα [ουσ ουδ.]
σακχαρομετρία {χωρ. πληθ... σαλιαρίστρα [θηλ.ουσ]
σακχαρόμετρο {σακχαρομέ... σάλιασμα [ουσ ουδ.]
σακχαρομύκητες [θηλ. ουσ πληθ.] σαλιγκάρι {σαλνγκαρ-...
σακχαροποίηση {-ης κ. -ή... σαλίγκαρος [ουσ αρσ ]
σακχαρούχος [επίθ.] σαλικυλικός [επίθ.]
σάλα {χωρ. γεν.... σάλιο [ουσ ουδ.]
σάλαγος [ουσ αρσ ] σαλιώνω {σάλιω-σα,...
σαλαμάντρα [θηλ.ουσ] σαλμονέλωση {-ης κ. -ώ...
σαλάμι {σαλαμ-ιού... σαλόνι {σαλον-ιού...
Σαλαμίνα [θηλ.ουσ] σαλός [επίθ.]
σαλαμούρα {χωρ. πληθ... σάλος {χωρ. πληθ...
σαλάτα {σαλατών} σαλπάρισμα [ουσ ουδ.]
σαλατιέρα [θηλ.ουσ] σαλπάρω {σάλπαρ-α ...
σαλατικά [ουσ ουδ πληθ.] σάλπιγγα {σαλπίγγων...
σαλάχι [ουσ ουδ.] σαλπιγγικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: