Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πυρσός [ουσ αρσ ] ραβαΐσι {ραβαϊσ-ιο...
πυρσοφόρος [ουσ αρσ ] ραβασάκι {χωρ. γεν....
πυρφόρος [επίθ.] ραβδάκι [ουσ ουδ.]
πυρώδης [επίθ.] ραβδί {ραβδ-ιού ...
πύρωμα [ουσ ουδ.] ραβδίζω {ράβδισ-α,...
πυρώνω (πύρωσα, -... ραβδίο [ουσ ουδ.]
πύρωση [θηλ.ουσ] ράβδισμα {ραβδίσμ-α...
πυτζάμα [θηλ.ουσ] ραβδισμός [ουσ αρσ ]
πυτιά [θηλ.ουσ] ραβδιστήρα [θηλ.ουσ]
πυώδης {πυρώδ-ους... ραβδοειδής {ραβδοειδ-...
πύωσις [θηλ.ουσ] ραβδομαντεία [θηλ.ουσ]
πωλείται [ρ.] ραβδομάντης [ουσ αρσ ]
πωλήσεις [θηλ. ουσ πληθ.] ράβδος [θηλ.ουσ]
πώληση [-εις] ραβδοσκοπία {ραβδοσκοπ...
πωλητής [ουσ αρσ ] ραβδοσκόπος [ουσ αρσ και θηλ.]
πωλήτρια [θηλ.ουσ] ραβδώνω [ρ. μτβ.]
πώλος [ουσ αρσ ] ραβδώσεις [θηλ. ουσ πληθ.]
πωλώ [-είς, -εί... ράβδωση {-ης κ. -ώ...
πώμα [ουσ ουδ.] ραβδωτός [επίθ.]
πωματίζω [ρ. μτβ.] ραβί [ουσ αρσ ]
πωρόλιθος [ουσ αρσ ] ραβινικός [επίθ.]
πώρωση {-ης κ. -ώ... ραβίνος [ουσ αρσ ]
πως [αντων.] ραβιόλια [ουσ ουδ πληθ.]
πως [σύνδ.] ράβω {έραψα, ρά...
πως [επίρ.] ράγα {ραγών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: