Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πώληση
ουσιαστικό θηλυκό

vendita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πωλήσεις πωλητής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η πώληση με πλειστηριασμό = vendita [θηλ.] all'asta || η χονδρική πώληση = vendita [θηλ.] all'ingrosso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---