Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προκαταλαμβάνω {προκατέλα... προκόβω {πρόκο-ψα,...
προκατάληψη {-ης κ. -ή... προκοίλης {προκοίληδ...
προκαταρκτικά [επίρ.] προκοίλι {χωρ. γεν....
προκαταρκτικός [επίθ.] πρόκομμα [ουσ ουδ.]
προκαταρτίζω {προκατήρτ... προκομμένος [επίθ.]
προκατάρτιση [θηλ.ουσ] προκοπή [θηλ.ουσ]
προκατασκευάζω {προκατασκ... προκόφτω (πρόκοψα, ...
προκατασκευασμένος [επίθ.] προκριματικός [επίθ.]
προκατασκευή [θηλ.ουσ] προκρίνομαι πρτ. και α...
προκατειλημμένα [επίρ.] πρόκριση {-ης κ. -ί...
προκατειλημμένος [επίθ.] προκυμαία {δύσχρ. πρ...
προκάτοχος {προκατόχ-... προκύπτω {προέκυψα}...
προκειμένου [σύνδ.] προκύπτων [επίθ.]
πρόκειται {επρόκειτο... προλαβαίνω {πρόλαβα} ...
πρόκες [θηλ. ουσ πληθ.] προλαμβάνω αόρ. πρόλα...
πρόκεται [ρ.] προλεγόμενα {προλεγομέ...
προκήρυξη {-ης κ. -ύ... προλέγω {προείπα, ...
προκηρύσσω {προκήρυ-ξ... προλέγων [ουσ αρσ ]
προκλασικός [επίθ.] προλεταριάτο {χωρ. πληθ...
προκληθείς [επίθ.] προλεταριοποιώc [ρ.]
πρόκληση {-ης κ. -ή... προλετάριος {-ου κ. -ί...
προκλητικά [επίρ.] προλεχθείς [επίθ.]
προκλητικός [επίθ.] προληπτικός [επίθ.]
προκλητικότητα {χωρ. πληθ... πρόληψη {-ης κ. -ή...
προκλινής {προκλιν-ο... πρόλοβος {προλόβ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: