Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
προκλητικός
επίθετο
1
[ντύσιμο, ματιά]
provoc
a
nte
2
[στάση, δήλωση]
provocat
o
rio
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< προκλητικά
προκλητικότητα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
προκηρύσσω
{προκήρυ-ξ...
προκλασικός
[επίθ.]
προκληθείς
[επίθ.]
πρόκληση
{-ης κ. -ή...
προκλητικά
[επίρ.]
προκλητικός
[επίθ.]
προκλητικότητα
{χωρ. πληθ...
προκλινής
{προκλιν-ο...
προκόβω
{πρόκο-ψα,...
προκοίλης
{προκοίληδ...
προκοίλι
{χωρ. γεν....
πρόκομμα
[ουσ ουδ.]
προκομμένος
[επίθ.]
προκοπή
[θηλ.ουσ]
προκόφτω
(πρόκοψα, ...
προκριματικός
[επίθ.]
προκρίνομαι
πρτ. και α...
πρόκριση
{-ης κ. -ί...
προκυμαία
{δύσχρ. πρ...
προκύπτω
{προέκυψα}...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis