Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Πορτογάλος [ουσ αρσ ] πορφυρός [επίθ.]
πορτοκαλάδα [θηλ.ουσ] πορφυρόχρους [επίθ.]
πορτοκαλανθός [ουσ αρσ ] πορώδης {πορώδ-ους...
πορτοκαλεώνας [ουσ αρσ ] Ποσειδών {Ποσειδώνο...
πορτοκαλής [επίθ.] πόση {-ης κ. -ε...
πορτοκαλί [ουσ ουδ.] πόσιμος [επίθ.]
πορτοκαλιά [θηλ.ουσ] ποσό [ουσ ουδ.]
πορτοκαλόχρωμος [επίθ.] πόσο [επίρ.]
πορτολάνος [ουσ αρσ ] ποσολογία {χωρ. πληθ...
πορτοπαράθυρα [ουσ ουδ πληθ.] ποσόν [ουσ ουδ.]
Πορτορικάνος [ουσ αρσ ] πόσος [αντων.]
πορτούλα [θηλ.ουσ] ποσοστό [ουσ ουδ.]
πορτοφολάκι [ουσ ουδ.] ποσόστωση {-ης κ. -ώ...
πορτοφολάς {πορτοφολά... ποσότητα {ποσοτήτων...
πορτοφόλι {πορτοφολ-... ποσοτικά [επίρ.]
πορτόφυλλο [ουσ ουδ.] ποσοτικοποίηση [θηλ.ουσ]
πορτραίτο [ουσ ουδ.] ποσοτικοποιώ [ρ.]
πορτρετίστας {χωρ. πληθ... ποσοτικός [επίθ.]
πορτρέτο [ουσ ουδ.] πόστα {χωρ. γεν....
πορφύρα [θηλ.ουσ] ποστάλι {χωρ. γεν....
πορφυρένιος [επίθ.] πόστερ {άκλ.}
πορφυρίζω {μόνο σε ε... ποστίς {άκλ.}
πορφυρίτης {χωρ. γεν.... πόστο [ουσ ουδ.]
πορφυριτικός [επίθ.] ποστ ρεστάν [ουσ ουδ.]
πορφυροειδής [ουσ αρσ ] ποστρεστάντ {άκλ.}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: