Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πορφυρίζω
ρήμα αμετάβατο

1 imporporarsi
2 invermigliarsi
3 rosseggiare (vi)
4 tingersi di rossore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πορφυρένιος πορφυρίτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---