Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πληρωτέος [επίθ.] πλοηγίς [θηλ.ουσ]
πληρωτής {πληρωτριώ... πλοηγός [ουσ αρσ ]
πλησιάζω {πλησίασ-α... πλοηγώ {πλοηγείς....
πλησίασμα [ουσ ουδ.] πλοία [ουσ ουδ πληθ.]
πλησιέστερος [επίθ.] πλοιάριο [ουσ ουδ.]
πλησίον {πλησιέστ-... πλοίαρχος {πλοιάρχ-ο...
πλησιόσαυρος [ουσ αρσ ] πλόιμος [επίθ.]
πλησμονή {χωρ. πληθ... πλοϊμότητα [θηλ.ουσ]
πλήττω {έπληξα, ε... πλοίο [ουσ ουδ.]
πληχτικός [επίθ.] πλοκάμι {πλοκαμ-ιο...
πλια [επίρ.] πλόκαμος {πλοκάμ-ου...
πλιάτσικο [ουσ ουδ.] πλοκή [θηλ.ουσ]
πλιατσικολόγημα [ουσ ουδ.] πλοκός [ουσ αρσ ]
πλιατσικολόγος [ουσ αρσ ] πλόσκα [θηλ.ουσ]
πλιατσικολογώ {πλιατσικο... πλουμίδι {πλουμιδ-ι...
πλίνθινος [επίθ.] πλουμίδια [θηλ.ουσ]
πλινθοποιείο [ουσ ουδ.] πλουμίζω {πλούμισ-α...
πλινθοποιός [ουσ αρσ ] πλούμισμα [ουσ ουδ.]
πλίνθος [θηλ.ουσ] πλουμισμένος [επίθ.]
Πλίνιος [ουσ αρσ ] πλουμιστός [επίθ.]
πλισάρισμα [ουσ ουδ.] πλουραλισμός [ουσ αρσ ]
πλισάρω {πλισάρισα... πλουραλιστής [ουσ αρσ ]
πλισέ [επίθ.] πλουραλιστικός [επίθ.]
πλισές {πλισέδες} πλούσια [επίρ.]
πλοηγίδα [θηλ.ουσ] πλουσιοπάροχα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: