Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλιατσικολογώ
ρήμα αμετάβατο

1 corseggiare
2 depredare
3 predare (vt)
4 rapinare (vt)
5 saccheggiare (vt)
6 spogliare (vt)
7 svaligiare (vt)
8 fare bottino
9 rubare a man salva

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλιατσικολόγος πλίνθινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---