Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πλακομύτης [επίθ.] πλανημένος [επίθ.]
πλακοστρωμένος [επίθ.] πλάνης {πλάν-ητος...
πλακοστρώνω {πλακόστρω... πλανητάριο {πλανηταρί...
πλακόστρωση {-ης κ. -ώ... πλανήτης {πλανητών}
πλακόστρωτος [επίθ.] πλανητικός [επίθ.]
πλακούντας [ουσ αρσ ] πλανητοειδής {πλανητοει...
πλακουντικός [επίθ.] πλανητολόγος [ουσ αρσ ]
πλακούντιος [επίθ.] πλανιέμαι μππ. και π...
πλακουντοφόρα [ουσ ουδ πληθ.] πλανίζω {πλάνισ-α,...
πλακουντοφόρος [επίθ.] πλάνισμα [ουσ ουδ.]
πλακουτσομύτης [επίθ.] πλανισμένος [επίθ.]
πλακουτσομύτικος [επίθ.] πλάνο [ουσ ουδ.]
πλακώδης {πλακώδ-ου... πλανόβιος [επίθ.]
πλάκωμα {πλακώμ-ατ... πλανόδιος [επίθ.]
πλακώνω {πλάκω-σα,... πλάνος [επίθ.]
πλάκωση {χωρ. πληθ... πλάνταγμα {πλαντάγμ-...
πλακωτός [επίθ.] πλαντάζω {πλάντα-ξα...
πλανάρια [θηλ.ουσ] πλανώ [-άς, -ά] ...
πλανάρισμα [ουσ ουδ.] πλανώμαι μππ. και π...
πλάνεμα [ουσ ουδ.] πλανώμενος [επίθ.]
πλανερός [επίθ.] πλασέμπο {άκλ.}
πλανευτής [ουσ αρσ ] πλάση {χωρ. πληθ...
πλανεύτρα [θηλ.ουσ] πλασιέ {άκλ.}
πλανεύω {πλάν-εψα,... πλάσιμο {πλασίμ-ατ...
πλάνη {πλανών} πλάσμα {πλάσμ-ατο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: