Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλακώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 schiacciare
2 [senso figurato] opprimere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλάκωμα πλάκωση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πλάκωσαν τα κρύα = è arrivato il freddo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---