Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πεισματάρικος [επίθ.] πελάγωμα [ουσ ουδ.]
πεισματικά [επίρ.] πελαγώνω {πελάγω-σα...
πεισματικός [επίθ.] πέλαο [ουσ ουδ.]
πεισματοσύνη {χωρ. πληθ... πελαργόνι {πελαργον-...
πεισματώδης {πεισματώδ... πελαργός [ουσ αρσ ]
πεισμάτωμα [ουσ ουδ.] πελασγικός [επίθ.]
πεισματωμένος [επίθ.] πελατεία [θηλ.ουσ]
πεισματώνω μππ. πεισμ... πελάτες [ουσ αρσ πληθ.]
πεισμονή {χωρ. πληθ... πελάτης [ουσ αρσ ]
πείσμων {πείσμ-ονο... πελάτισσα [θηλ.ουσ]
πεισμώνω {πείσμω-σα... πελατολόγιο [ουσ ουδ.]
πειστήριο {πειστηρί-... πελεκάνος [ουσ αρσ ]
πειστικός [επίθ.] πέλεκας [ουσ αρσ ]
πειστικότητα [θηλ.ουσ] πελέκημα [ουσ ουδ.]
Πεκίνο [ουσ ουδ.] πελεκημένος [επίθ.]
πεκούνια [ουσ ουδ πληθ.] πελεκητής [ουσ αρσ ]
πέλαγα [ουσ ουδ πληθ.] πελέκι [ουσ ουδ.]
πελαγικός [επίθ.] πελεκίζω [ρ. μτβ.]
πέλαγο [ουσ ουδ.] πελεκούδι [ουσ ουδ.]
πελαγοδρόμημα {πελαγοδρο... πελεκούδια [θηλ.ουσ]
πελαγοδρόμηση {πελάγ-ους... πέλεκυς ο Ο γεν. π...
πελαγοδρομία {πελαγοδρο... πελεκώ [-άς, -ά] ...
πελαγοδρόμος [επίθ.] πελελάδα [θηλ.ουσ]
πελαγοδρομώ {πελαγοδρο... πελελός [επίθ.]
πέλαγος {πελάγ-ους... πελερίνα {πελερινών...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: