Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πάνιασμα [ουσ ουδ.] πανσέλινος [θηλ.ουσ]
πανιασμένος [επίθ.] πανσεξουαλισμός [ουσ αρσ ]
πανίδα {χωρ. πληθ... πανσιόν {άκλ.}
πανίερος [επίθ.] πανσλαβικός [επίθ.]
πανικοβάλλομαι πρτ. πανικ... πανσλαβισμός [ουσ αρσ ]
πανικοβάλλω {πανικό-βα... πανσλαβιστής [ουσ αρσ ]
πανικόβλητος [επίθ.] πανσοφία [θηλ.ουσ]
πανικός [ουσ αρσ ] πάντα [επίρ.]
πανίνος [επίθ.] πανταλόνι [ουσ ουδ.]
πανισλαμικός [επίθ.] παντατίφ {άκλ.}
πανισλαμισμός {1888] (χω... πανταχού [επίρ.]
πανίσχυρος [επίθ.] παντελής {παντελ-ού...
πανκλαστίτης [θηλ.ουσ] παντελονάκι [ουσ ουδ.]
πανόμοιος [επίθ.] παντελόνι {παντελον-...
πανομοιότητα [θηλ.ουσ] παντελόνια [ουσ ουδ πληθ.]
πανομοιότυπο [ουσ ουδ.] παντελώς [επίρ.]
πανομοιότυπος [επίθ.] παντζάρι {παντζαρ-ι...
πανοπλία {πανοπλιών... παντζούρι {παντζουρ-...
πανόραμα {πανοράματ... παντιέρα {χωρ. γεν....
πανοραματικός [επίθ.] Πάντοβα [θηλ.ουσ]
πανοραμικός [επίθ.] παντογνωσία [θηλ.ουσ]
πανούκλα {χωρ. πληθ... παντογνώστης {σπάν. παν...
πανουργία {πανουργιώ... παντογραφικός [επίθ.]
πανούργος [επίθ.] παντογραφίστας [ουσ αρσ ]
πανσέληνος {πανσελήν-... παντογράφος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: