Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πανάκεια {χωρ. πληθ... πανεπιστημιάδα [θηλ.ουσ]
πανάκι [ουσ ουδ.] πανεπιστημιακός [επίθ.]
Παναμέζος [ουσ αρσ ] Πανεπιστήμιο [ουσ ουδ.]
παναμερικανικός [επίθ.] πανεπιστημιούπολη {-ης κ. -π...
παναμερικανισμός [ουσ αρσ ] πανεράκι [ουσ ουδ.]
πανανθρώπινος [επίθ.] πανέρι {πανερ-ιού...
πανάξιος [επίθ.] πανεριά [θηλ.ουσ]
παναραβικός [επίθ.] πάνες [θηλ. ουσ πληθ.]
πανάρχαιος [επίθ.] πανευρωπαϊκός [επίθ.]
πανασιατικός [επίθ.] πανζουρλισμός {χωρ. πληθ...
πανάσχημος [επίθ.] πανηγύρι {πανηγυρ-ι...
πανδαιμόνιο {χωρ. πληθ... πανηγυρίζω {πανηγύρισ...
πανδαισία {σπάν. παν... πανηγυρικός [επίθ.]
πάνδεινα {χωρ. γεν.... πανηγυρισμός [ουσ αρσ ]
πανδέκτες [θηλ. ουσ πληθ.] πανηγυριστής [ουσ αρσ ]
πανδημία {πανδημιών... πανηγυριώτικος [επίθ.]
πανδημικός [επίθ.] πανθεϊσμός {χωρ. πληθ...
πάνδημος [επίθ.] πανθεϊστής [ουσ αρσ ]
πανδοχέας {πανδοχείς... πανθεϊστικός [επίθ.]
πανδοχείο [ουσ ουδ.] πάνθεο {πανθέου |...
πανδρειά [θηλ.ουσ] πάνθεον {πανθέου |...
Πανδώρα [θηλ.ουσ] πάνθηρας {πανθήρων}
πανελλήνιος [επίθ.] πανί {παν-ιού |...
πανέμορφος [επίθ.] πανιά [ουσ ουδ πληθ.]
πανέξυπνος [επίθ.] πανιάζω {πάνιασ-α,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: