Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παλαιοζωολογία {χωρ. πληθ... παλαμιαίος [επίθ.]
παλαιοζωολόγος [ουσ αρσ ] παλαμίδα [θηλ.ουσ]
παλαιοκλίμα [ουσ ουδ.] παλαμικός [επίθ.]
παλαιοκλιματολογία {χωρ. πληθ... παλαμοειδής {παλαμοειδ...
παλαιολιθικός [επίθ.] παλαμόνευρος [επίθ.]
παλαιομοδίτικος [επίθ.] παλαμόποδο [ουσ ουδ.]
παλαιοντολογία [θηλ.ουσ] παλαμόποδος [επίθ.]
παλαιοντολογικός [επίθ.] παλαντζάρω {παλαντζάρ...
παλαιοντολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] παλάτι {παλατ-ιού...
παλαιοπαθολογία [θηλ.ουσ] Παλατινάτο [ουσ ουδ.]
παλαιοπωλείο [ουσ ουδ.] πάλεμα [ουσ ουδ.]
παλαιοπώλης {παλαιοπωλ... παλέτα {παλετών}
παλαιοπώλισσα {παλαιο-πω... παλετάρω [ρ.]
παλαιός [επίθ.] παλεύω {πάλεψα} (...
παλαιότερος [επίθ.] πάλη {χωρ. πληθ...
παλαιότητα [θηλ.ουσ] πάλι [επίρ.]
παλαιστής {παλαιστρι... παλιά [επίρ.]
Παλαιστίνη [θηλ.ουσ] παλιάλογο [ουσ ουδ.]
Παλαιστίνιος [επίθ.] παλιάνθρωπε! [επιφ.]
παλαίστρα {παλαίστρω... παλιανθρωπιά [θηλ.ουσ]
παλαιώνω {παλαίωσα,... παλιανθρωπίστικος [επίθ.]
παλαίωση {-ης κ. -ώ... παλιάνθρωπος {παλιανθρώ...
παλαμάκια {χωρ. γεν.... παλιατζής {παλιατζήδ...
παλαμάρι {παλαμαρ-ι... παλιατζίδικο [ουσ ουδ.]
παλάμη {παλαμών} παλιατζούρες [θηλ. ουσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: