Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πάλι
επίρρημα

1 ancora
2 [ξανά] di nuovo
3 [εξάλλου] invece

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πάλη παλιά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ξανά, πάλι = di nuovo || ξεκινώ πάλι = rimettersi in marcia


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---