Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παίκτης [ουσ αρσ ] πάκο [ουσ ουδ.]
παίκτρια [θηλ.ουσ] πάκος [ουσ αρσ ]
παινάδι {χωρ. γεν.... πάκτωμα [ουσ ουδ.]
παινέδι [ουσ ουδ.] πακτωμένος [επίθ.]
παίνεμα [ουσ ουδ.] πακτώνω {πάκτωσα}
παινεσιάρης {παινεσιάρ... πάλα {χωρ. γεν....
παινεύομαι [ρ.] παλαβά [επίρ.]
παινεύω {παίνεσα κ... παλαβάδα [θηλ.ουσ]
παινώ [-άς, -ά] παλαβιά [θηλ.ουσ]
παίξιμο {παιξίμ-ατ... παλαβιάρης [επίθ.]
παίρνει [ρ. απρ.] παλαβομάρα [θηλ.ουσ]
παίρνω {πήρα (να ... παλαβός [επίθ.]
παιχνίδι {παιχνιδ-ι... παλάβρα {χωρ. γεν ...
παιχνιδιάρα [επίθ.] παλάβρας [ουσ αρσ ]
παιχνιδιάρης {παιχνιδιά... παλάβωμα [ουσ ουδ.]
παιχνιδιάρικα [επίρ.] παλαβωμένος [επίθ.]
παιχνιδιάρικος [επίθ.] παλαβώνω {παλάβωσα}...
παιχνίδισμα [ουσ ουδ.] παλάγκο [ουσ ουδ.]
πακέτα [ουσ ουδ πληθ.] παλαιικός [επίθ.]
πακετάρισμα [ουσ ουδ.] παλαίμαχος [ουσ αρσ ]
πακεταρισμένος [επίθ.] παλαιοανθρωπολογία [θηλ.ουσ]
πακετάρω {πακετάρισ... παλαιοάνθρωπος [ουσ αρσ ]
πακέτο [ουσ ουδ.] παλαιοβοτανική [θηλ.ουσ]
πακιστανικός [επίθ.] παλαιογενετική [θηλ.ουσ]
Πακιστανός [αρσ. επίθ και ουσ] παλαιογενής [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: