Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαίρνω
ρήμα μεταβατικό 1 prendere 2 [υπάλληλο] assumere 3 [μαθαίνω εύκολα] capire 4 [κατακτώ] conquistare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαίρνω την κάτω βόλτα = andare in malora || παίρνω απουσίες = fare appello || παίρνω αρρωστική άδεια = mettersi in malattia || παίρνει το μυαλό μου αέρα = montarsi la testa || παίρνω μέρος σε = prendere parte || παίρνω ερέθισμα = prendere spunto || παίρνω αρρώστια = prendersi un malanno || παίρνω έναν υπνάκο = schiacciare un pisolino Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |