Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ουγγαρέζικος [επίθ.] ουίσκι {άκλ.· σπά...
ουγγαρέζος [ουσ αρσ ] ουίσκυ [ουσ ουδ.]
Ουγγαρία [θηλ.ουσ] Ουκρανία [θηλ.ουσ]
ουγγρικός [επίθ.] ουκρανικός [επίθ.]
Ούγγρος ο γεν. πλη... Ουκρανός [ουσ αρσ ]
ουγγροφιννικός [επίθ.] ουλαίος [επίθ.]
ουγενότος [ουσ αρσ ] ουλαμός [ουσ αρσ ]
ούγια {χωρ. γεν.... ουλή [θηλ.ουσ]
Ούγκο [ουσ αρσ ] ουλίτιδα {χωρ. γεν....
Ούγος [ουσ αρσ ] ουλμοειδή [ουσ ουδ πληθ.]
ουδαμώς [επίρ.] ούλο [ουσ ουδ.]
ουδέ [σύνδ.] ούλος [επίθ.]
ουδείς {ουδενός, ... ουμανισμός [ουσ αρσ ]
ουδέν [επίρ.] ουμανιστής [ουσ αρσ ]
ουδένας [αντων.] ουμανιστικός [επίθ.]
ουδέποτε [επίρ.] Ουμπέρτο [ουσ αρσ ]
ουδετερόνιο {ουδετερον... ουνιβερσαλισμός [ουσ αρσ ]
ουδετεροποίηση {-ης κ. -ή... ουνιτάριος [ουσ αρσ ]
ουδετεροποιώ [ρ. μτβ.] ουνιταρισμός [ουσ αρσ ]
ουδέτερος [επίθ.] Ούννος [ουσ αρσ ]
ουδετερότητα {χωρ. πληθ... ουρά [θηλ.ουσ]
ουδετεροφιλία [θηλ.ουσ] ούρα [ουσ ουδ πληθ.]
ουδόλως [επίρ.] ουραιμία {χωρ. πληθ...
Ουζμπεκός [ουσ αρσ ] ουραιμικός [επίθ.]
ούζο [ουσ ουδ.] ουραίο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: