Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ουρά
ουσιαστικό θηλυκό

1 coda
2 [σειρά] fila

ούρα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

urine (fpl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ούννος ουραιμία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---