Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ούγια {χωρ. γεν.... ουλή [θηλ.ουσ]
Ούγκο [ουσ αρσ ] ουλίτιδα {χωρ. γεν....
Ούγος [ουσ αρσ ] ουλμοειδή [ουσ ουδ πληθ.]
ουδαμώς [επίρ.] ούλο [ουσ ουδ.]
ουδέ [σύνδ.] ούλος [επίθ.]
ουδείς {ουδενός, ... ουμανισμός [ουσ αρσ ]
ουδέν [επίρ.] ουμανιστής [ουσ αρσ ]
ουδένας [αντων.] ουμανιστικός [επίθ.]
ουδέποτε [επίρ.] Ουμπέρτο [ουσ αρσ ]
ουδετερόνιο {ουδετερον... ουνιβερσαλισμός [ουσ αρσ ]
ουδετεροποίηση {-ης κ. -ή... ουνιτάριος [ουσ αρσ ]
ουδετεροποιώ [ρ. μτβ.] ουνιταρισμός [ουσ αρσ ]
ουδέτερος [επίθ.] Ούννος [ουσ αρσ ]
ουδετερότητα {χωρ. πληθ... ουρά [θηλ.ουσ]
ουδετεροφιλία [θηλ.ουσ] ούρα [ουσ ουδ πληθ.]
ουδόλως [επίρ.] ουραιμία {χωρ. πληθ...
Ουζμπεκός [ουσ αρσ ] ουραιμικός [επίθ.]
ούζο [ουσ ουδ.] ουραίο [ουσ ουδ.]
ουίσκι {άκλ.· σπά... ουραίος [επίθ.]
ουίσκυ [ουσ ουδ.] Ουράλια {Ουραλίων}
Ουκρανία [θηλ.ουσ] ουράνια {ουρανίων}
ουκρανικός [επίθ.] ουρανικός [επίθ.]
Ουκρανός [ουσ αρσ ] ουράνιο {ουρανίου}...
ουλαίος [επίθ.] ουράνιος [επίθ.]
ουλαμός [ουσ αρσ ] ουρανίσκος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: