Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οστεομαλακία {χωρ. πληθ... οστρακόδερμος [επίθ.]
οστεομαλάκυνση [θηλ.ουσ] οστρακοειδής {οστρακοει...
οστεομυελίτιδα {χωρ. πληθ... οστρακολογία {χωρ. πληθ...
οστεομυελιτικός [επίθ.] οστρακοφόρος [επίθ.]
οστεοπάθεια {οστεοπαθε... οστρακώδης {οστρακώδ-...
οστεοποίηση {-ης κ. -ή... Οστρογότθος [ουσ αρσ ]
οστεοποιός [επίθ.] οσφραίνομαι {οσφράνθηκ...
οστεοποιούμαι [ρ.] όσφρηση {-ης κ. -ή...
οστεοποιώ [ρ.] οσφρητικός [επίθ.]
οστεοπόρωση {-ης κ. -ώ... οσφρίζομαι [ρ.]
οστεοσκλήρυνση {-ης κ. -ύ... οσφυαλγία {οσφυαλγιώ...
οστεοτομία [θηλ.ουσ] οσφυϊερός [επίθ.]
οστεοφυλάκιο [ουσ ουδ.] οσφυϊκός [επίθ.]
οστεώδης {οστεώδ-ου... οσφύς {οσφύ-ος |...
οστέωμα {οστεώμ-ατ... οσχεϊκός [επίθ.]
οστέωση {-ης κ. -ώ... όσχεο {οσχέ-ου |...
όστια {χωρ. πληθ... όταν [σύνδ.]
οστικός [επίθ.] ότι [σύνδ.]
όστις [αντων.] οτιδήποτε [επίρ.]
οστό [ουσ ουδ.] οτομοτρίς [ουσ ουδ.]
οστρακιά η οτοστόπ [ουσ ουδ.]
οστρακισμός [ουσ αρσ ] ουαί [επιφ.]
όστρακο {οστράκ-ου... Ουαλή [επίθ.]
οστρακόδερμα [ουσ ουδ.] Ουαλία [θηλ.ουσ]
οστρακόδερμο {οστρακοδέ... ουαλικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: