Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


όστρακο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 conchiglia
2 [βάζο] coccio, frammento di terracotta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οστρακισμός οστρακόδερμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---