Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οινοχόος [ουσ αρσ ] οκνιά [θηλ.ουσ]
οινώδης {οινώδ-ους... οκνός [επίθ.]
οίος [αντων.] οκνώ [-είς, -εί...
οιοσδήποτε [αντων.] οκρίβαντας {οκριβάντω...
οισοφάγειος [επίθ.] Οκρίβας [ουσ αρσ ]
οισοφάγος [ουσ αρσ ] οκτάβα {χωρ. γεν....
οιστρηλασία [θηλ.ουσ] οκταγωνικός [επίθ.]
οιστρήλατος [επίθ.] οκτάγωνο [ουσ ουδ.]
οιστρηλατούμαι [-είσαι, -... οκτάγωνος [επίθ.]
οιστρογόνο [ουσ ουδ.] οκτάδα [θηλ.ουσ]
οιστρογόνος [επίθ.] οκταεδρικός [επίθ.]
οιστρόνη [θηλ.ουσ] οκτάεδρο [ουσ ουδ.]
οίστρος [ουσ αρσ ] οκτάεδρος [επίθ.]
οιωνίζομαι {μόνο σε ε... οκτάκις [επίρ.]
οιωνός [ουσ αρσ ] οκτακισχίλιος [ουσ αρσ ]
οιωνοσκόπηση [θηλ.ουσ] οκτακόσια [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
οιωνοσκοπία {οιωνοσκοπ... οκτακόσιοι -ες -α γεν...
οιωνοσκόπος [ουσ αρσ ] οκτακοσιοστός [επίθ.]
οκαζιόν [επίρ.] οκτάμετρο [ουσ ουδ.]
οκαρίνα {οκαρινών} οκτάνιο {οκτανί-ου...
οκλαδόν [επίρ.] οκταπλασιάζω [ρ. μτβ.]
οκνά [επίρ.] οκταπλός [επίθ.]
οκνεύω {όκνεψα} (... οκτάπους {οκτάποδ-ο...
οκνηρία [θηλ.ουσ] οκτάς [θηλ.ουσ]
οκνηρός [επίθ.] οκτάστυλο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: