Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οιστρηλατούμαι
ρήμα παθητικό

1 entusiasmarsi
2 infervorarsi
3 riscaldarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οιστρήλατος οιστρογόνο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---