Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ντάτσα {χωρ. γεν.... ντετερμινιστής [ουσ αρσ ]
ντεκαφεϊνέ [ουσ αρσ ] ντετερμινιστικός [επίθ.]
ντεκολτέ [ουσ ουδ.] ντέφι {ντεφ-ιού ...
ντεκόρ [ουσ ουδ.] ντίβα [θηλ.ουσ]
ντεκορατέρ [ουσ αρσ ] ντιβάνι {ντιβαν-ιο...
ντελάλης {ντελάληδε... ντιβανοκασέλα {δύσχρ. ντ...
ντελαπάρισμα [ουσ ουδ.] ντίζελ [ουσ ουδ.]
ντελαπάρω (ντελαπάρι... ντιζελοκίνητος [επίθ.]
ντελβές {ντελβέδες... ντιζελομηχανή [θηλ.ουσ]
ντελής [ουσ αρσ ] ντιλετάντης [ουσ αρσ ]
ντελικατέσεν [ουσ ουδ πληθ.] ντιπ [επίρ.]
ντελικάτος [επίθ.] ντιρεκτίβα {χωρ. γεν....
ντελίριο {χωρ. πληθ... ντίσκο {άκλ.}
ντεμοντάρω [ρ.] ντισκοτέκ [θηλ.ουσ]
ντεμοντέ [επίθ.] ντιστεγκές [επίθ.]
ντεμπουτάρω (ντεμπουτά... ντιστριμπιτέρ [ουσ ουδ.]
ντεμπούτο {χωρ. πληθ... ντο [ουσ ουδ.]
ντεμπραγιάζ [ουσ ουδ.] ντογρού [επίρ.]
ντέντεκτιβ, ντεντέκτιβ [ουσ αρσ και θηλ.] ντοκιμαντέρ [ουσ ουδ.]
ντεπόζιτο [ουσ ουδ.] ντόκος [ουσ αρσ ]
ντέρμπι [ουσ ουδ.] ντοκουμέντα [ουσ ουδ πληθ.]
ντέρτι {χωρ. γεν.... ντοκουμεντάρισμα [ουσ ουδ.]
ντεσιμπέλ [ουσ ουδ.] ντοκουμενταρισμένος [επίθ.]
ντέτεκτιβ, ντετέκτιβ {άκλ.} ντοκουμεντάρω {ντοκουμεν...
ντετερμινισμός {χωρ. πληθ... ντοκουμέντο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: