Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ντιβανοκασέλα
ουσιαστικό θηλυκό
letto ad armadio
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ντιβάνι
ντίζελ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ντετερμινιστής
[ουσ αρσ ]
ντετερμινιστικός
[επίθ.]
ντέφι
{ντεφ-ιού ...
ντίβα
[θηλ.ουσ]
ντιβάνι
{ντιβαν-ιο...
ντιβανοκασέλα
{δύσχρ. ντ...
ντίζελ
[ουσ ουδ.]
ντιζελοκίνητος
[επίθ.]
ντιζελομηχανή
[θηλ.ουσ]
ντιλετάντης
[ουσ αρσ ]
ντιπ
[επίρ.]
ντιρεκτίβα
{χωρ. γεν....
ντίσκο
{άκλ.}
ντισκοτέκ
[θηλ.ουσ]
ντιστεγκές
[επίθ.]
ντιστριμπιτέρ
[ουσ ουδ.]
ντο
[ουσ ουδ.]
ντογρού
[επίρ.]
ντοκιμαντέρ
[ουσ ουδ.]
ντόκος
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis