Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μπαλάκι {χωρ. γεν.... μπαμπάκι [ουσ ουδ.]
μπαλαμούτι {μπαλαμουτ... μπαμπάκι [ουσ ουδ.]
μπαλάντα [θηλ.ουσ] μπαμπακιά [θηλ.ουσ]
μπαλαντέρ [ουσ ουδ.] μπάμπαλο [ουσ ουδ.]
μπαλάντζα [θηλ.ουσ] μπαμπάς {μπαμπάδες...
μπαλαούρο [ουσ ουδ.] μπαμπέσης {μπαμπέσηδ...
μπαλαρίνα [θηλ.ουσ] μπαμπεσιά {χωρ. γεν....
μπαλένα [θηλ.ουσ] μπαμπέσικα [επίρ.]
μπαλέτο [ουσ ουδ.] μπαμπέσικος [επίθ.]
μπαλιά [θηλ.ουσ] μπαμπόγερος {χωρ. γεν....
μπαλίτσα [θηλ.ουσ] μπαμπού [ουσ ουδ.]
μπαλκόνι [ουσ ουδ.] μπαμπουΐνος [ουσ αρσ ]
μπαλόνι {μπαλον-ιο... μπαμπούλας {χωρ. γεν....
μπάλσαμο [ουσ ουδ.] μπάμπω η (χωρίς π...
μπαλτάς {μπαλτάδες... μπάμπω η (χωρίς π...
μπαλτατζής {μπαλτατζή... μπανάλ [επίθ.]
μπάλωμα [ουσ ουδ.] μπανάνα {μπανανών}
μπαλωματής [ουσ αρσ ] μπανανιά [θηλ.ουσ]
μπαλωμένος [επίθ.] μπανανόφλουδα {χωρ. γεν....
μπάλωνα [ουσ ουδ.] μπανανοφυτεία [θηλ.ουσ]
μπαλώνω (μπάλ-ωσα,... μπάνγκαλοοου [ουσ ουδ.]
μπαμ! [επιφ.] μπανέλα [θηλ.ουσ]
μπάμιες [θηλ. ουσ πληθ.] μπάνια [θηλ.ουσ]
μπαμπακερός [επίθ.] μπανιαρίζομαι [ρ.]
μπαμπακερός [επίθ.] μπανιαρίζω {μπανιάρισ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: