Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μονοσήμαντος [επίθ.] μονοφυσιτικός [επίθ.]
μονόσημος [επίθ.] μονοφυσιτισμός {χωρ. πληθ...
μονοσθενής {μονοσθεν-... μονοφωνικός [επίθ.]
μονόσπερμος [επίθ.] μονόχειλος [επίθ.]
μονοσταθής [επίθ.] μονόχορδο [ουσ ουδ.]
μονόστιχο [ουσ ουδ.] μονοχρωματικός [επίθ.]
μονοσυλλαβικός [επίθ.] μονοχρωμία [θηλ.ουσ]
Μονοσύλλαβο [ουσ ουδ.] μονόχρωμος [επίθ.]
μονοσύλλαβος [επίθ.] μονταδόρος [ουσ αρσ ]
μονοτόκος [επίθ.] μοντάζ [ουσ ουδ.]
μονότονα [επίρ.] μονταζιέρα {χωρ. γεν....
μονοτονία {χωρ. πληθ... μοντάρισμα [ουσ ουδ.]
μονότονος [επίθ.] μοντάρω {μόνταρ-α ...
Μονοτρήματα [ουσ ουδ πληθ.] μοντελισμός {χωρ. πληθ...
μονοτυπία {μονοτυπιώ... μοντέλο [ουσ ουδ.]
Μονότυπος [επίθ.] μόντεμ [ουσ ουδ.]
μονοφασικός [επίθ.] μοντέρνα [επίρ.]
μονοφθάλμιος [επίθ.] μοντερνίζω {μόνο σε ε...
μονόφθαλμος [επίθ.] μοντερνισμός {χωρ. πληθ...
μονόφθογγος [επίθ.] μοντερνιστής [ουσ αρσ ]
μονοφοβία [θηλ.ουσ] μοντέρνος [επίθ.]
μονοφυής {μονοφυ-ού... Μοντεσοριανός [επίθ.]
μονοφυλετικός [επίθ.] μονωδία {μονωδιών}
μονοφυλετικότητα [θηλ.ουσ] Μονωδιακός [επίθ.]
μονοφυσίτης [ουσ αρσ ] μονωμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: