Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μοϊκανός [αρσ. επίθ και ουσ] μοιρολόι [ουσ ουδ.]
μοίρα {μοιρών} μοιχαλίδα [θηλ.ουσ]
μοιράδι {μοιραδ-ιο... μοιχεία {μοιχειών}
μοιράζομαι [ρ. παθ.] μοιχεύω {μοίχευσα}...
μοιράζω {μοίρασ-α,... μοιχός [ουσ αρσ ]
μοιραία [επίρ.] μοκέτα {μοκετών}
μοιραίο [ουσ ουδ.] μόκο [επιφ.]
μοιραίος [επίθ.] μολάρω {μολάρισα}...
μοιραρχία {μοιραρχιώ... μολαταύτα [επίρ.]
μοίραρχος {μοιράρχ-ο... μόλεμα [ουσ ουδ.]
μοιρασιά [θηλ.ουσ] μολεύω {μόλ-εψα, ...
μοίρασμα [ουσ ουδ.] μόλις [επίρ.]
μοιραστής [ουσ αρσ ] μολογώ [-άς, -ά]
μοιρογνωμόνιο {μοιρογνωμ... μολονότι [σύνδ.]
μοιρόγραφτο [ουσ ουδ.] μολοντούτο [επίρ.]
μοιρόγραφτος [επίθ.] μόλος [ουσ αρσ ]
μοιρολάτρης {μοιρολατρ... μολοσσός [ουσ αρσ ]
μοιρολατρία [θηλ.ουσ] μολόχα {χωρ. γεν....
μοιρολατρικός [επίθ.] μολυβδίαση {-ης κ. -ά...
μοιρολογημένος [επίθ.] μολύβδινος [επίθ.]
μοιρολογήτρα [θηλ.ουσ] μολυβδοκόνδυλο [ουσ ουδ.]
μοιρολόγι {μοιρολογ-... μόλυβδος {μολύβδ-ου...
μοιρολόγια [θηλ.ουσ] μολυβδούχος [επίθ.]
μοιρολογίστρα {δύσχρ. μο... μολυβδόχρους {μολυβδόχρ...
μοιρολογώ {μοιρολογε... μολυβένιος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: