Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μοιχός
ουσιαστικό αρσενικό

1 adulterante
2 adulteratore
3 adultero
4 cornuto
5 fornicatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μοιχεύω μοκέτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---