Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μελέτη {μελετών} μελισσώνας [ουσ αρσ ]
μελετημένα [επίρ.] μελιστάλακτος [επίθ.]
μελετημένος [επίθ.] μελιστάλαχτος [επίθ.]
μελετηρός [επίθ.] μελιτζάνα {μελιτζανώ...
μελετητής {μελετητρι... μελιτζανοσαλάτα {δύσχρ. με...
μελετώ {μελιάς...... μελιτόζη [θηλ.ουσ]
μέλημα {μελήμ-ατο... μελιτοφόρος [επίθ.]
μέλι {μελιού κ.... μελίφθογγος [επίθ.]
μελίγγι [ουσ ουδ.] μελιχρός [επίθ.]
μελίγκρα {χωρ. γεν.... μελλοθάνατος [επίθ.]
μελικός [επίθ.] μέλλον {μέλλ-οντο...
μελίρρυτος [επίθ.] μελλοντικός [επίθ.]
μέλισμα {μελίσμ-ατ... μελλοντολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
μελισματικός [επίθ.] μέλλω μτχ. ενεστ...
μέλισσα {μελισσών} μέλλων {μέλλ-οντο...
μέλισσες [θηλ. ουσ πληθ.] μελό [επίθ.]
μελίσσι {μελισσ-ιο... μελόδραμα {μελοδράμ-...
μελισσοκομία {χωρ. πληθ... μελοδραματικός [επίθ.]
μελισσοκομικός [επίθ.] μελοδραμάτιον [ουσ ουδ.]
μελισσοκόμος [ουσ αρσ και θηλ.] μελομανής [ουσ αρσ ]
μελισσολόι {χωρ. γεν.... Μελομανία [θηλ.ουσ]
μελισσοτρόφος [ουσ αρσ ] Μελοποιία [θηλ.ουσ]
μελισσουργός [ουσ αρσ ] μέλος {μέλ-ους |...
Μελισσοφάγοι [ουσ αρσ πληθ.] μέλπω [ρ.]
μελισσοφάγος [επίθ.] μελτέμι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: