Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μέλι
ουσιαστικό ουδέτερο

miele (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μέλημα μελίγγι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο μήνας του μέλιτος = luna [θηλ.] di miele


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---