Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μέθοδος {μεθόδ-ου ... μειλίχιος [επίθ.]
μεθοκόπος [ουσ αρσ ] μειλιχιότητα [θηλ.ουσ]
μεθοκοπώ {μεθοκοπάς... μείξη [θηλ.ουσ]
μεθοριακός [επίθ.] μειοδότης {μειοδοτών...
μεθόριος {μεθορί-ου... μειόκαινος [επίθ.]
μεθυλένιο {μεθυλενί-... μείον [επίρ.]
μεθυλικός [επίθ.] μειονέκτημα {μειονεκτή...
μεθύλιο {μεθυλίου} μειονεκτικά [επίρ.]
μεθυλιωμένος [επίθ.] μειονεκτικός [επίθ.]
Μεθυλιώνω [ρ.] μειονεκτικότητα [θηλ.ουσ]
μεθυλίωση [θηλ.ουσ] μειονεκτών [επίθ.]
μεθύσι {μεθυσ-ιού... μειονεξία {χωρ. πληθ...
μεθυσμένος [επίθ.] μειονότητα {μειονοτήτ...
μέθυσος [ουσ αρσ και θηλ.] μειούμενος [επίθ.]
μεθύστακας ο (χωρίς γ... μειοψηφία [θηλ.ουσ]
μεθυστικός [επίθ.] μειωμένος [επίθ.]
μεθώ {μεθάς... ... μειώνομαι [ρ.]
μείγμα {μείγμ-ατο... μειώνω {μεί-ωσα, ...
μειγνύω {μόνο στον... μείωση {-ης κ. -ώ...
μειδίαμα {μειδιάμ-α... μειώσιμος [επίθ.]
Μέιζερ [ουσ ουδ.] μειωτέος [ουσ αρσ ]
μείζων {μείζ-ονος... μειωτήρας [ουσ αρσ ]
μέικ απ [ουσ ουδ.] μειωτικός [επίθ.]
μεικτός [επίθ.] Μέκκα [θηλ.ουσ]
μειλίχια [επίρ.] μελαγχολία {μελαγχολι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: