Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μεζεδοπωλείο [ουσ ουδ.] μεθοριακός [επίθ.]
μεζεκλής {μεζεκλήδε... μεθόριος {μεθορί-ου...
μεζές {μεζέδες} ... μεθυλένιο {μεθυλενί-...
μεζούρα [θηλ.ουσ] μεθυλικός [επίθ.]
μεθαδόνη {χωρ. πληθ... μεθύλιο {μεθυλίου}
μεθάνιο {μεθανίου} μεθυλιωμένος [επίθ.]
μεθανόλη [θηλ.ουσ] Μεθυλιώνω [ρ.]
μεθαύριο [επίρ.] μεθυλίωση [θηλ.ουσ]
μέθεξη [θηλ.ουσ] μεθύσι {μεθυσ-ιού...
μεθερμήνευση [θηλ.ουσ] μεθυσμένος [επίθ.]
μεθερμηνεύω {μεθερμήνε... μέθυσος [ουσ αρσ και θηλ.]
μέθη {χωρ. πληθ... μεθύστακας ο (χωρίς γ...
Μεθιστορία [θηλ.ουσ] μεθυστικός [επίθ.]
Μεθιστορικός [επίθ.] μεθώ {μεθάς... ...
μεθοδεύω {μεθόδευ-σ... μείγμα {μείγμ-ατο...
μεθοδικά [επίρ.] μειγνύω {μόνο στον...
μεθοδικός [επίθ.] μειδίαμα {μειδιάμ-α...
μεθοδικότητα [θηλ.ουσ] Μέιζερ [ουσ ουδ.]
μεθοδισμός {χωρ. πληθ... μείζων {μείζ-ονος...
μεθοδιστής [ουσ αρσ ] μέικ απ [ουσ ουδ.]
μεθοδολογία {μεθοδολογ... μεικτός [επίθ.]
μεθοδολογικός [επίθ.] μειλίχια [επίρ.]
μέθοδος {μεθόδ-ου ... μειλίχιος [επίθ.]
μεθοκόπος [ουσ αρσ ] μειλιχιότητα [θηλ.ουσ]
μεθοκοπώ {μεθοκοπάς... μείξη [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: