Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκχύλισμα {εκχυλίσμ-... ελαιόδενδρο [ουσ ουδ.]
έκχυμα [ουσ ουδ.] ελαιόδεντρο {-ου κ. -έ...
εκχύμωση {-ης κ. -ώ... ελαιόκαρπος {-ου κ. -ά...
εκχυμωτικός [επίθ.] ελαιοκομία {χωρ. πληθ...
εκχύνομαι [ρ. παθ.] ελαιόλαδο {-ου κ. -ά...
εκχύνω {εξέχυσα, ... ελαιομαργαρίνη [θηλ.ουσ]
έκχυση [θηλ.ουσ] ελαιόμετρο {ελαιομέτρ...
εκχωματίζομαι [ρ. παθ.] ελαιοπαραγωγή {χωρ. πληθ...
εκχωματώνομαι [ρ. παθ.] ελαιοπαραγωγικός [επίθ.]
εκχωματώνω {εκχωμάτω-... ελαιοπαραγωγός [επίθ.]
εκχωμάτωση [θηλ.ουσ] ελαιοπιεστήριο {ελαιοπιεσ...
εκχώρηση {-ης κ. -ή... ελαιοπυρήνα [θηλ.ουσ]
εκχωρητέος [επίθ.] ελαιορητίνη [θηλ.ουσ]
εκχωρητής {εκχωρητρι... ελαιοτριβείο [ουσ ουδ.]
εκχωρήτρια {εκχωρητρι... ελαιουργείο [ουσ ουδ.]
εκχωρούμαι [ρ. παθ.] ελαιουργία {χωρ. πληθ...
εκχωρώ {εκχωρείς.... ελαιοφυτεία {ελαιοφυτε...
εκών {εκ-όντος ... ελαιοχρώματα [ουσ ουδ πληθ.]
έλα [επίρ.] ελαιοχρωματίζομαι [ρ. παθ.]
έλα! [επιφ.] ελαιοχρωματισμός [ουσ αρσ ]
ελαία {ελαιών} ελαιοχρωματιστής [ουσ αρσ ]
ελαΐνη {ελαϊνών} ελαιόχρωμος [επίθ.]
έλαιο [επιφ.] ελαιώδης {ελαιώδ-ου...
ελαιογραφία {ελαιογραφ... ελαιώνας [ουσ αρσ ]
ελαιογραφικός [επίθ.] ελαμιτικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: