Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελαιόδενδρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

variante meno comune di [ελαιόδεντρο ^-ο, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελαιογραφικός ελαιόδεντρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---