Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έκαστος {εκάστ-ου ... εκατόνταρχος {-ου κ. -ά...
εκάστοτε [επίρ.] εκατοντάχρονος [επίθ.]
εκάτερος {εκατέρ-ου... εκατοντούτης {εκατοντου...
εκατέρωθεν [επίρ.] εκατοστάρα [θηλ.ουσ]
εκατό [ απόλ. αριθμ. επίθ.] εκατοστάρης [ουσ αρσ ]
εκατό [ουσ ουδ.] εκατοστάρι [ουσ ουδ.]
εκατόγραμμο [ουσ ουδ.] εκατοσταριά [θηλ.ουσ]
εκατογχιλιόγραμμο [ουσ ουδ.] εκατοστάρικο [ουσ ουδ.]
εκατόκιλο [ουσ ουδ.] εκατοστιαίος [επίθ.]
εκατόλιτρο [ουσ ουδ.] εκατοστίζω {(ε)κατόστ...
εκατόμβη {εκατομβών... εκατοστό [ουσ ουδ.]
εκατομμύριο {εκατομμυρ... εκατοστόμετρο {εκατοστομ...
εκατομμυριοστός [επίθ.] εκατοστός [επίθ.]
εκατομμυριούχα [θηλ.ουσ] Εκατόστυλος [επίθ.]
εκατομμυριούχος [επίθ.] εκατόχρονος [επίθ.]
εκατόν [ απόλ. αριθμ. επίθ.] εκβάθυνση {-ης κ. -ύ...
εκατοντάβαθμος [επίθ.] εκβαθύνω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
εκατοντάδα [θηλ.ουσ] εκβάλλω {εξέβαλα, ...
εκατοντάδραχμο [ουσ ουδ.] εκβάλλω {εξέβαλα, ...
εκατονταετηρίδα [θηλ.ουσ] εκβάλλων [επίθ.]
εκατονταετής [επίθ.] εκβαρβαρίζομαι [ρ. παθ.]
εκατονταετία [θηλ.ουσ] εκβαρβαρίζω [ρ. μτβ.]
εκατονταπλασιάζω (εκατονταπ... εκβαρβαρισμός {-ης κ. -ά...
εκατονταπλάσιος [επίθ.] εκβαρβαρώνω {εκβαρβάρω...
εκατονταπλός [επίθ.] έκβαση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: