Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκατομμύριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 milio`ne ~m~ 2 ((per estensione)) un milio`ne ~m~, un gran nu`mero, una grande quantità εκατoμμύρια άνθρωπoι πέθαναν στον πόλεμo == milioni di persone sono morte in guerra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |