Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζωτικός
επίθετο vitale ((anche in senso figurato)) ζωτική ενέργεια == energia vitale | ζωτική θερμότητα == calore vitale | ζωτικά συμφέρoντα == interessi vitali | τραυματίστηκε σε ζωτικό σημείο == è stato ferito in un punto vitale | θέμα ζωτικής σημασίας == questione di vitale importanza ζωτικότατος επίθετο superlativo di [ζωτικός] ζωτικότερος επίθετο comparativo di [ζωτικός] ζωτικώτατος επίθετο superlativo di [ζωτικός] ζωτικώτερος επίθετο comparativo di [ζωτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |