Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
υπομονετικά
επίρρημα
1
pazientemente
2
remissivamente
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< υπομονάδα
υπομονετικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
υπομνηματισμένος
[επίθ.]
υπομνηματισμός
[ουσ αρσ ]
υπομνηματιστής
[ουσ αρσ ]
υπόμνηση
{-ης κ. -ή...
υπομονάδα
[θηλ.ουσ]
υπομονετικά
[επίρ.]
υπομονετικός
[επίθ.]
υπομονετικότητα
[θηλ.ουσ]
υπομονεύω
{υπομόνεψα...
υπομονή
{χωρ. πληθ...
υπομονητικός
[επίθ.]
υπομόχλευση
[θηλ.ουσ]
υπομόχλιο
{υπομοχλί-...
υπόνοια
{υπονοιών}
υπονομευμένος
[επίθ.]
υπονόμευση
{-ης κ. -ε...
υπονομευτής
[ουσ αρσ ]
υπονομευτικός
[επίθ.]
υπονομεύω
{υπονόμευ-...
υπόνομοι
[ουσ αρσ πληθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis