Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υποφέρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 soffrire
2 [ανέχομαι] sopportare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υποφερτός υποφέρων  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


υποφέρω από αϋπνία = soffrire d'insonnia


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---