Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόυποχρέωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 obbligo 2 [υπόσχεση] impegno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου = compiere il proprio dovere Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |