Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
υάλωση
ουσιαστικό θηλυκό
vetrificazione
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< υαλώδης
ύβος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
υαλουργείο
[ουσ ουδ.]
υαλουργία
{χωρ. πληθ...
υαλουργικός
[επίθ.]
υαλουργός
[ουσ αρσ και θηλ.]
υαλώδης
{υαλώδ-ους...
υάλωση
[θηλ.ουσ]
ύβος
[ουσ αρσ ]
υβρεολόγιο
{υβρεολογί...
υβριδίζω
[ρ.]
υβριδικός
[επίθ.]
υβρίδιο
{υβριδί-ου...
υβριδισμός
{χωρ. πληθ...
υβριδοποίηση
{-ης κ. -ή...
υβρίζω
{ύβρισ-α, ...
υβρίζων
[ουσ αρσ ]
ύβρις
{ύβρ-εως, ...
υβρίς
[θηλ.ουσ]
υβριστής
{υβριστριώ...
υβριστικά
[επίρ.]
υβριστικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis