Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξέρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 frangente
2 scogliera
3 secca

ξερά
επίρρημα

1 aridamente
2 gelidamente
3 seccamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεπροβοδίζω ξεραΐλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---