Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ξεμαγάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο
1
nettatura
2
pulita
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ξεμαγαρίζω
ξεμάγεμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ξελογιαστής
[ουσ αρσ ]
ξελογιάστρα
[θηλ.ουσ]
ξελύνομαι
[ρ.]
ξελύνω
[ρ. μτβ.]
ξεμαγαρίζω
{ξεμαγάρισ...
ξεμαγάρισμα
[ουσ ουδ.]
ξεμάγεμα
[ουσ ουδ.]
ξεμαγεμένος
[επίθ.]
ξεμαγεύω
[ρ.]
ξεμαθαίνω
αόρ. ξέμαθ...
ξεμακραίνω
{ξεμάκρυ-ν...
ξέμακρος
[επίθ.]
ξεμαλλιάζομαι
[ρ. παθ.]
ξεμαλλιάρης
{ξεμαλλιάρ...
ξεμάλλιασμα
[ουσ ουδ.]
ξεμαλλιασμένος
[επίθ.]
ξεμανίκωτος
[επίθ.]
ξεμαρκάρομαι
[ρ.]
ξεμαρκάρω
{ξεμαρκάρ-...
ξεμασκαλίδι
{ξεμασκαλι...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis