Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξελασκάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 allentare
2 disciogliere
3 rallentare (vt)
4 rilassare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξελασκάρισμα ξελάσπωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---