Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεκάρφωτος
επίθετο

1 saltuario
2 scomposto
3 sconclusionato
4 sconnesso
5 scucito
6 sgangherato
7 slegato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεκαρφώνω ξεκατινιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---