Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ξεδικιούμαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
1
vendicare
2
vendicarsi
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ξεδιάντροπος
ξεδικιωμός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ξεδιαλύνω
{ξεδιάλυ-ν...
ξεδιάντροπα
[επίρ.]
ξεδιαντροπιά
[θηλ.ουσ]
ξεδιαντροπιές
[θηλ. ουσ πληθ.]
ξεδιάντροπος
[επίθ.]
ξεδικιούμαι
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
ξεδικιωμός
[ουσ αρσ ]
ξεδικιωτής
[ουσ αρσ ]
ξεδικούμαι
[ρ.]
ξεδίνω
μτχ. παρκ....
ξεδίπλωμα
[ουσ ουδ.]
ξεδιπλωμένος
[επίθ.]
ξεδιπλώνομαι
[ρ.]
ξεδιπλώνω
{ξεδίπλω-σ...
ξεδιψώ
{ξεδιψάς.....
ξέδομα
[ουσ ουδ.]
ξεζαλίζομαι
[ρ. παθ.]
ξέζεμα
[ουσ ουδ.]
ξεζεύω
{ξέζε-ψα, ...
ξεζουμίζω
{ξεζούμισ-...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis