Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξασπρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 dissolversi
2 impallidire
3 sbiancare (vt)
4 sbianchire (vt)
5 scolorire (vi)
6 scolorirsi (vrifl)
7 smontare (vi)
8 stingere (vt vi)
9 stingersi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξάσιμο ξάσπρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---